- σκληρώτιο
- το, Ν(μυκητ.) α) σκληρό και ανθεκτικό σε δυσμενείς συνθήκες όργανο τών μυκήτων, το οποίο συντελεί στην επιβίωσή τουςβ) γένος δευτερομυκήτων που ανήκει στην τάξη αγονομυκητώδη τής κλάσης υφενομύκητες και στην κατηγορία τών μυκήτων που είναι γνωστοί ως στείρα μυκήλια.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. sclerotium (< σκληρότητα + -ium). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.